- προκαταύλησις
- -εως, ἡ, Α [προκαταυλῶ]δοκιμαστική αύληση, δοκιμή καινούργιου αυλού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταυλήσεως — προκαταυλήσεω̆ς , προκαταύλησις tuning of the flute fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)